προληπτικῶς

προληπτικῶς
προληπτικός
anticipative
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προληπτικός — ή, ό / προληπτικός, ή, όν, ΝΑ [προλαμβάνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόληψη νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί κάτι (α. «πήραν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική… …   Dictionary of Greek

  • ευφημίζω — (Μ εὐφημίζω, Α εὐφημίζομαι) [εύφημος] λέγω για κάποιον εύφημους, επαινετικούς λόγους, επαινώ, εγκωμιάζω νεοελλ. ονομάζω κάτι κακό με ευοίωνες λέξεις μσν. ονομάζω, αναγορεύω μσν. αρχ. ζητωκραυγάζω, επευφημώ αρχ. παθ. εὐφημίζομαι μεταχειρίζομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”